χλωροφορμιστής

χλωροφορμιστής
ο, θηλ. χλωροφορμίστρια, Ν [χλωροφορμίζω]
(παλ. τ.) βοηθός χειρουργού, ο οποίος εκτελεί την χλωροφόρμιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωροφορμιστής — ο αυτός που χλωροφορμίζει, ο βοηθός χειρουργού που δίνει το χλωροφόρμιο για την αναισθησία αυτού που χειρουργείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”